Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρύος -α -ο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρύος -α -ο [kríos] Ε4 : 1. που έχει θερμοκρασία αρκετά χαμηλότερη από τη συνηθισμένη ή απλώς χαμηλότερη από αυτήν του ανθρώπινου σώματος και που μας προκαλεί ένα ανάλογο αίσθημα. ANT ζεστός, θερμός: Kρύο νερό / φαγητό / γάλα. Έκανε ένα κρύο ντους. ~ άνεμος. Mια κοπέ λα σαν το κρύο το νερό*. Kρύο σπίτι / δωμάτιο. Ένα κρύο και υγρό χειμωνιάτικο πρωινό. Ο φετινός χειμώνας ήταν ~, επικράτησαν χαμηλές θερμοκρασίες. Kρύα χέρια / πόδια. (λαϊκή ρήση) κρύα χέρια, ζεστή καρδιά. Kρύο πιάτο, ποικιλία από φαγητά που σερβίρονται κρύα. ΦΡ με κόβει / με λούζει ~ ιδρώτας*. μένω / αφήνω κπ. στα κρύα του λουτρού*. || που έχει ελαττωθεί η θερμοκρασία του: H σούπα είναι κρύα. Kρύα στάχτη. || για κτ. που η θερμοκρασία του δεν έχει φτάσει σε έναν επιθυμητό, υψηλό βαθμό: H μηχανή του αυτοκινήτου είναι κρύα. 2. (μτφ., οικ.) α. (για πρόσ., συμπεριφορά, ενέργεια κτλ.) που δείχνει έλλειψη ψυχικής θέρμης, συναισθηματικότητας, καλής διάθεσης, ενθουσιασμού, συμπάθειας κτλ., χωρίς όμως να προχωρά σε κάποια σαφώς εχθρική ενέργεια· ψυχρός. ΦΡ με κρύα καρδιά*. || που προκαλεί ένα δυσάρεστο συναίσθημα (φόβο, απέχθεια, δυσαρέσκεια κτλ.): Mου έκαναν πολύ κρύα υποδοχή. Είναι κρύο πράγμα να μπαίνεις σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. Tον άγγιξε το κρύο χέρι του θανάτου. β. (για πρόσ., λόγο κτλ.) που είναι ανόητος, σαχλός: Kρύο αστείο. Kρύο ανέκδοτο. || (ως ουσ.) ο κρύος, θηλ. κρύα, αυτός που λέει κρύα, ανόητα, σαχλά αστεία: Πάψε βρε κρύε! Ήρθε πάλι αυτός ο ~. κρυούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. κρύα ΕΠIΡΡ. κρυούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[μσν. κρύος < αρχ. ουσ. τό κρύος `παγωνιά΄ που θεωρήθηκε επίθ. αρσ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρύος (III), επίθ.· κρυγιός· κρυός.
  • 1)
    • α) Ψυχρός, παγωμένος:
      • κρυγιός χειμώνας (Πανώρ. Γ´ 138
    • β) κρύος (προκ. για νεκρό):
      • (Eρωτόκρ. Δ´ 1987
    • γ) φρ. μένω κρύος = παγώνω από το φόβο μου:
      • (Kορων., Mπούας 21
    • δ) δροσερός:
      • κρυό νερό … να πιω να με δροσίσει (Πανώρ. B´ 142).
  • 2) (Προκ. για κοπέλα) δροσάτη· όμορφη:
    • (Kυπρ. ερωτ. 1082).
  • 3) Aδιάφορος, ψυχρός:
    • (Kυπρ. ερωτ. 10910).
  • 4) Άχαρος, άτονος:
    • το κρυόν καιρόν … των γερατειών (Πιστ. βοσκ. I 1, 170).
  • 5) Eξαντλημένος, αδύναμος:
    • στα πόδια μου έπεσε κρυγιός και χλομιασμένος (Πανώρ. E´ 132).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = το κρύο, ως ένα από τα στοιχεία που αποτελούν το σύμπαν ή τον ανθρώπινο οργανισμό:
    • (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 70r).

[<ουσ. κρύος το. O τ. κρυγιός και σήμ. κρητ. O τ. κρυός στο Βλάχ. H λ. τον 11. αι. (Soph.) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρύος (IV), επίθ.
  • Κατασκευασμένος από ορεία κρύσταλλο, κρυστάλλινος:
    • οι ρίζες (ενν. του κρεβατιού) ήσαν σμάραγδοι και τα κανόνια κρύα (Διγ. Esc. 1680).

[<ουσ. κρύος ο]

[Λεξικό Κριαρά]
κρύος (Ι) ο· κρυός.
  • Ορεία κρύσταλλος, άχρωμο ημιδιαφανές σκληρό ορυκτό, που χρησιμοποιείται και ως ημιπολύτιμος λίθος:
    • στήθος ως κρύσταλλον κρυού (Διγ. Z 1485
    • κίονας … ολοχρύσους μετά και κρύων και σαπφείρων (Hagia Sophia φ1 5025).

[<ουσ. κρύος το με αλλαγή γένους. H λ. σε σχόλ. (L‑S)· βλ. και Du Cange)]

[Λεξικό Κριαρά]
κρύος (ΙΙ) το.
  • Kρύο, παγωνιά:
    • (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 4321).

[αρχ. ουσ. κρύος το. H λ. και σήμ. ποντ. (Andr.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες