Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρόταφος ο [krótafos] Ο19 : περιοχή του μπροστινού τμήματος του κρανίου, ανάμεσα στην εξωτερική γωνία του ματιού και στο επάνω τμήμα του αυτιού, δεξιά και αριστερά του μετώπου: Έχει τραύμα από σφαίρα στο δεξιό κρόταφο. || Γκρίζοι κρόταφοι, μαλλιά που έχουν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους.
[λόγ. < αρχ. κρόταφος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρόταφος ο.
-
- Kρόταφος, μηλίγγι:
- (Δούκ. 6513).
[αρχ. ουσ. κρόταφος. H λ. και σήμ.]
- Kρόταφος, μηλίγγι: