Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κρυφτούλι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυφτούλι το [kriftúli] Ο44α : 1. το κρυφτό. 2. (μτφ., οικ.) συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από υπεκφυγές και κρυψίνοια.

[κρυφτ(ό) -ούλι]

[Λεξικό Κριαρά]
κρυφτούλι το.
  • Eίδος παιγνιδιού, το κρυφτό:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [1047]).

[<ουσ. κρυφτό (Κριαρ.) + κατάλ. ούλι. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go