Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρυφογελώ [krifojeló] & -άω Ρ10.4α : γελώ κρυφά, προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός.
[κρυφο- + γελώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυφογελώ.
-
- Γελώ σε βάρος κάπ., κοροϊδεύω:
- (Nαθαναήλ Mπέρτου, Στιχοπλ. I 222).
[<κρυφο‑ + γελώ. H λ. και σήμ.]
- Γελώ σε βάρος κάπ., κοροϊδεύω:



