Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρυφοαναντρανίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κρυφοαναντρανίζω· κρουφοαναντρανίζω.
  • Kρυφοβλέπω σηκώνοντας το βλέμμα:
    • (Eρωτόκρ. A´ 2153).

[<κρυφο‑ + αναντρανίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες