Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυφοαναντρανίζω· κρουφοαναντρανίζω.
-
- Kρυφοβλέπω σηκώνοντας το βλέμμα:
- (Eρωτόκρ. A´ 2153).
[<κρυφο‑ + αναντρανίζω]
- Kρυφοβλέπω σηκώνοντας το βλέμμα:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<κρυφο‑ + αναντρανίζω]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |