Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κρυσταλλώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυσταλλώνω [kristalóno] -ομαι Ρ1 : 1. δίνω σε κτ. μορφή ή υφή κρυστάλ λου: Οι υδρατμοί ψύχονται, κρυσταλλώνονται και μετατρέπονται σε χαλάζι ή σε χιόνι. 2. (μτφ.) αποκρυσταλλώνω.

[λόγ. κρύσταλλ(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. cristalliser (διαφ. το ελνστ. κρυσταλλοῦμαι `παγώνω΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go