Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυσταλλωμένος, μτχ. επίθ.· κρουσταλλωμένος.
-
- Όμοιος με κρύσταλλο· δροσερός και διαυγής:
- νερόν κρυσταλλωμένον (Iμπ. (Legr.) 593).
[μτχ. παρκ. του κρυσταλλώνω (Somav., Κριαρ.· μτγν. ‑όομαι, L‑S). H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Όμοιος με κρύσταλλο· δροσερός και διαυγής:



