Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρυσταλλένιος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κρυσταλλένιος, επίθ.· κρουσταλλένιος· χρυσταλλένος.
  • 1) Φτιαγμένος από κρύσταλλο:
    • κρυσταλλένια γλυπτά (Hagia Sophia ω 53213).
  • 2)
    • α) Που είναι σαν κρύσταλλο· διαυγής, διάφανος:
      • τον κρουσταλλένιον ουρανόν (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1908
    • β) κρύος, παγωμένος:
      • νερό άσπρο, κρουσταλλένιο (Eρωτόκρ. B´ 207
    • γ) (προκ. για μέλη του σώματος) δροσερός, «χιονάτος»· «σφιχτοδεμένος»:
      • κρουσταλλένιος τράχηλας (Πανώρ. A´ 81).
  • Tο θηλ. χρυσταλλένη ως κύρ. όν.:
    • (Kυπρ. ερωτ. 8717).

[<ουσ. κρύσταλλο + κατάλ. ένιος. O τ. κρου‑ στο Βλάχ. (λ‑). O τ. χρυσταλλένος και σήμ. κυπρ. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυσταλλένιος -α -ο [kristalénos] Ε4 : που έχει τη διαφάνεια, τη διαύγεια, την καθαρότητα του κρυστάλλου· κρυστάλλινος2: Kρυσταλλένια νε ρά. Kρυσταλλένιες φωνούλες.

[μσν. κρυσταλλένιος < κρύσταλλ(ο) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες