Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κρυστάλλωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυστάλλωση η [kristálosi] Ο33 : 1α. (φυσ.) το φαινόμενο του σχηματισμού κρυστάλλων, κατά τη μετάβαση της ύλης από τη ρευστή στη στερεά κατάσταση. β. (χημ.) κλασματική ~, μέθοδος που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό των συστατικών ενός διαλύματος. ~ της ζάχαρης. 2. (μτφ.) αποκρυστάλλωση.

[λόγ. κρυσταλλω- (δες κρυσταλλώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. cristallisation]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go