Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρυστάλλινος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κρυστάλλινος, επίθ.· κρυσταλλίνος.
  • 1) Όμοιος με κρύσταλλο:
    • ύδωρ … πεπηγός εις κρυστάλλινον φύσιν (Διγ. Gr. 3196).
  • 2) Διαυγής, διάφανος:
    • ουρανός … ηλιολαμπής … και όλος κρυσταλλίνος (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [936]).

[αρχ. επίθ. κρυστάλλινος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυστάλλινος -η -ο [kristálinos] Ε5 : 1. που είναι κατασκευασμένος από κρύσταλλο: Kρυστάλλινα ποτήρια. ~ πολυέλαιος. 2. (μτφ.) α. που έχει τη διαφάνεια, τη διαύγεια και την καθαρότητα του κρυστάλλου: Kρυστάλλινα νερά. Kρυστάλλινη πηγή. || για ήχο καθαρό, όπως ο ήχος του κρυστάλλου: Kρυστάλλινη φωνή. Kρυστάλλινα γέλια. β. που είναι απόλυτα σαφής και ειλικρινής: Kρυστάλλινες απόψεις / θέσεις.

[λόγ.: 1: αρχ. κρυστάλλινος `που αποτελείται από κρύσταλλο (δες λ.)· 2: σημδ. γαλλ. cristal & αγγλ. crystal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες