Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρυπτο
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυπτο- [kripto] & κρυπτό- [kriptó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κρυπτ- [kript] ή κρύπτ- [krípt], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. (συνήθ. επιστ. σε περιλ. ουσ.) είναι κρυμμένο, δεν είναι εμφανές, όπως κανονικά ή φυσιολογικά συμβαίνει: κρυπτόγαστρα, ~κέρατα, ~κοτυλήδονα, κρύπτανθος. || εναλλάσσεται με το κρυψι-: κρυπτόγαμα· ~γόνος. ANT φανερο-. || (ιατρ.) δηλώνει ανωμαλία κατά την οποία απουσιάζουν ή δεν είναι εμφανή τα χαρακτηριστικά αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μηνόρροια, ~φυματίωση, κρυπτοφθαλμία. 2. είναι κρυφό, μυστικό ή γίνεται με κρυφό τρόπο: ~χριστιανός.

[λόγ. < διεθ. crypt(o)- θ. του αρχ. επιθ. κρυπτό(ς) (δες στο κρυφτό) ως α' συνθ.: κρυπτό-γαμα, κρυπτο-γραφία < γαλλ. cryptogames, cryptographie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυπτόγαμος -η -ο [kriptóγamos] Ε5 : (βοτ.) συνήθ. ως ουσ. τα κρυπτόγαμα, φυτά στα οποία τα όργανα με τα οποία πολλαπλασιάζονται δεν είναι εμφανή. ANT φανερόγαμα.

[λόγ. < γαλλ. cryptogame < crypto- = κρυπτο- + αρχ. γάμ(ος) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυπτογράφημα το [kriptoγráfima] Ο49 : κείμενο γραμμένο με κρυπτογραφική γραφή, με βάση ένα μυστικό κώδικα.

[λόγ. < γαλλ. cryptogramme < crypto- = κρυπτο- + -gramme = -γράφημα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυπτογράφηση η [kriptoγráfisi] Ο33 : η σύνταξη κρυπτογραφικού κειμένου.

[λόγ. κρυπτογραφη- (κρυπτογραφώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυπτογραφία η [kriptoγrafía] Ο25 : η μέθοδος και η τεχνική της μετατροπής ενός κειμένου σε κρυπτογραφικό, με βάση ένα μυστικό κώδικα.

[λόγ. < γαλλ. cryptographie < crypto- = κρυπτο- + -graphie = -γραφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυπτογραφικός -ή -ό [kriptoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στην κρυπτογραφία ή στην κρυπτογράφηση: ~ κώδικας. Kρυπτογραφικό μήνυμα. κρυπτογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. cryptographique < cryptogra ph(ie) = κρυπτογραφ(ία) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυπτογράφος ο [kriptoγráfos] Ο18 : αυτός που είναι ειδικός στην κρυπτογράφηση και αποκρυπτογράφηση μηνυμάτων.

[λόγ. < γαλλ. crypto graphe < crypto(graphie) = κρυπτο(γραφία) -graphe = -γράφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυπτογραφώ [kriptoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : γράφω ένα κείμενο με συνθηματική γραφή, για τη μετάδοση και τη λήψη ενός μυστικού μηνύματος. ANT αποκρυπτογραφώ.

[λόγ. κρυπτογράφ(ος) -ώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυπτόν το [kriptón] Ο γεν. κρυπτού (χωρίς πληθ.) : (χημ.) αμέταλλο στοιχείο που ανήκει στα ευγενή αέρια.

[λόγ. < αγγλ. krypton (στη νέα σημ.) < ουδ. του αρχ. επιθ. κρυπτός `κρυφός΄ (επειδή βρίσκεται δύσκολα)]

[Λεξικό Κριαρά]
κρυπτός, επίθ.· κρυφτός.
  • 1) Kρυμμένος, μυστικός:
    • (Διγ. Z 692).
  • 2) Που βρίσκεται βαθιά:
    • κρυπτήν κόρυζαν (Oρνεοσ. αγρ. 5506).
  • Tο ουδ. ως ουσ. =
    • 1) Tο μη φανερό:
      • ο Θεός ο τα κρυπτά γινώσκων (Διγ. Z 3729
      • έκφρ. εν κρυπτῴ = στα κρυφά:
        • (Kαλλίμ. 2102).
    • 2) Tα απόκρυφα μέρη του σώματος:
      • (O γεννηθείς νεώτερος … φ. 145).

[αρχ. επίθ. κρυπτός. O τ. στο Βλάχ. και σήμ. (Κριαρ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες