Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρυολόγημα το [kriolójima] Ο49 : φλεγμονή που οφείλεται σε ψύξη και εκδηλώνεται στο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα: Άρπαξα ένα γερό ~.
[λόγ. κρυολογη- (κρυολογώ) -μα]



