Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρούσμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρούσμα το [krúzma] Ο48 : 1. κάθε ξεχωριστή περίπτωση προσβολής ενός ατόμου από επιδημική ασθένεια: Σημειώθηκαν / εμφανίστηκαν κρούσματα ηπατίτιδας στο σχολείο μας. || Aυξήθηκαν τα κρούσματα καρδιοπαθειών. 2. περίπτωση, γεγονός, συμβάν που έχει τη μορφή παράβασης ενός ηθικού ή ποινικού κώδικα, και το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί πριν αρχίσει να εξαπλώνεται, σαν επιδημία: Έχουμε πολλά κρούσματα απειθαρχίας / ανυποταξίας στο σχολείο. Εμφανίστηκαν πολλά κρούσματα νοθείας και κερδοσκοπίας. || Σημειώθηκε νέο ~ λιποταξίας στο στρατό.

[λόγ. < ελνστ. κροῦσμα `χτύπημα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κρούσμα το.
  • 1) Xτύπημα:
    • (Διγ. Z 2997).
  • 2)
    • α) Σφαγή:
      • ανελεήμον κρούσμα (Θησ. H´ [861]
    • β) τραύμα:
      • λαβωμένος με κρούσμα μέγα (Aχέλ. 1890).
  • 3) Ήχος από χτύπημα χορδής μουσικού οργάνου· μουσική, μελωδία:
    • συνῄδε τῳ κρούσματι μετά της κόρης (Διγ. Z 4066).

[μτγν. ουσ. κρούσμα. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες