Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρουασάν το [kruasán] Ο (άκλ.) : είδος αρτοσκευάσματος σε σχήμα μισοφέγγαρου, με γέμιση από μαρμελάδα, σοκολάτα κτλ.
κρουασανάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. croissant]



