Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρομμύδι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρομμύδι το [kromíδi] Ο44 : (προφ.) κρεμμύδι.

[μσν. κρομμύδιν < ελνστ. κρομμύδιον υποκορ. του αρχ. κρόμμυον]

[Λεξικό Κριαρά]
κρομμύδιν το· κρεμμύδι(ν)· κρομμύδι(ον).
  • Kρεμμύδι:
    • κόψετε ψιλούτσικον κεφάλιν κρομμυδίου (Προδρ. IV 595).

[παλαιότ. ουσ. κρομμύδιον (4.-5. αι., Καλλέρης, ΕΕΒΣ 23, 1953, 702, L‑S Suppl.) <ουσ. κρόμμυον + κατάλ. ίδιον. O τ. κρεμμύδι(ν) (<κρέμμυον, Ησύχ., L‑S) στο Meursius (κρεμήδιον, λ. κρεμέδι) και σήμ. (ι). O τ. ι στο Bλάχ. και σήμ. H λ. και σήμ. κυπρ. και ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρομμυδίτσιν το.
  • Mικρό κρεμμύδι:
    • (Προδρ. IV 595 χφ P κριτ. υπ).

[<ουσ. κρομμύδιν + κατάλ. –ίτσιν. Τ. κρεμμυδίτσι σήμ. ιδιωμ. (Georgacas 1982: 227)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες