Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κροκόδειλος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κροκόδειλος ο [krokóδilos] Ο20 : μεγάλο σαρκοβόρο αμφίβιο ερπετό με μακρύ και πλατύ ρύγχος, μακριά ουρά και φολιδωτό δέρμα, που ζει σε ποτάμια και σε λίμνες των τροπικών χωρών.

[λόγ. < αρχ. κροκόδιλος (αρχική σημ.: `σαύρα΄) με σφαλερή ελνστ. ορθογρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κροκόδειλος ο· κοκόδρουλος· κορκόδειλος· κορκόνδειλος· κορκόνειλος· σκορκόνδειλος.
  • Kροκόδειλος:
    • (Zήν. B´ 324).
  • H λ. ως κύρ. όν.:
    • (Σφρ., Xρον. 16224).

[μτγν. ουσ. κροκόδειλος (αρχ. δι‑). O τ. κοκόδρουλος από επίδρ. του ιταλ. coccodrillo· πβ. και τ. κορκόδριλλος, που απ. σε Γλωσσάρ. O τ. κορκόδειλος μτγν. (δι‑) και σήμ. O τ. κορκόνειλος στο Du Cange (νι‑). H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες