Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κροκαλοπαγής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κροκαλοπαγής -ής -ές [krokalopajís] Ε10 : που έχει σχηματιστεί από αποστρογγυλεμένα θραύσματα πετρωμάτων: Kροκαλοπαγή στρώματα.

[λόγ. κροκάλ(η) -ο- + αρχ. -παγής (θ. του αρχ. πήγνυμι `στερεώνω΄, δες στο πήζω) κατά το συμπαγής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go