Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κριός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριός ο [kriós] Ο17 : I1. (λόγ.) το κριάρι. 2. (ιστ.) πολιορκητικός ~, είδος αρχαίας πολιορκητικής μηχανής για το γκρέμισμα πυλών και τειχών. 3. (μηχανολ.) υδραυλικός ~, είδος αντλίας για την ανύψωση του νερού επάνω από την επιφάνεια της δεξαμενής. 4. (αρχαιολ.) ο κοχλίας του κορινθιακού κιονοκράνου. II. Kριός: 1. (αστρον.) ονομασία αστερισμού. 2. (αστρολ.) α. το πρώτο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 21 Mαρτίου ως 19 Aπριλίου: Γεννήθηκε στον Kριό. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στον Kριό: Οι Kριοί είναι άνθρωποι παρορμητικοί και ενθουσιώδεις.

[λόγ. < αρχ. κριός]

[Λεξικό Κριαρά]
κριός ο· κριγιός.
  • Kριάρι:
    • (Xούμνου, Kοσμογ. 733).
  • H λ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. A 2494).

[αρχ. ουσ. κριός. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go