Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρισιά η.
-
- Kρίση·
- φρ. κάνω κρισιά = κρίνω, δικάζω:
- (Πεντ. Γέν. XVIII 19).
- φρ. κάνω κρισιά = κρίνω, δικάζω:
[<ουσ. κρίση με επίδρ. των ουσ. σε ‑ιά]
- Kρίση·
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[<ουσ. κρίση με επίδρ. των ουσ. σε ‑ιά]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |