Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κριθαρένιος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κριθαρένιος, επίθ.
  • Παρασκευασμένος από κριθάλευρο:
    • (Mάξιμ. Kαλλιουπ., K. Διαθ. Iω. ς´ 9).

[<ουσ. κριθάρι + κατάλ. ένιος. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριθαρένιος -α -ο [kriθarénos] Ε4 : που έχει παρασκευαστεί από κριθάρι: Kριθαρένιο ψωμί. Kριθαρένια παξιμάδια.

[κριθάρ(ι) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες