Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κριθαράκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κριθαράκι το [kriθaráki] Ο44α : I. είδος ζυμαρικού, του οποίου το σχήμα μοιάζει με τον κόκκο του κριθαριού. II. (οικ.) μικρό φλεγμονώδες εξόγκωμα στην άκρη του βλεφάρου.

[κριθάρ(ι) υποκορ. -άκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες