Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κριθάριος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κριθάριος, επίθ.
  • Kριθαρένιος:
    • κριθαρίου αλεύρου (Iατροσόφ. 5812).

[<ουσ. κριθάρι + κατάλ. ιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες