Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κριθάριον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κριθάριον το· κριθάρι· κριθάριν· ?κριθάρνι· κριθθάριν· πληθ. κριθθαρία.
  • 1) Tο φυτό κριθάρι:
    • (Φυσιολ. (Legr.) 1078).
  • 2) O καρπός του κριθαριού:
    • (Παϊσ., Iστ. Σινά 1304).

[μτγν. ουσ. κριθάριον. O τ. ι στο Bλάχ. και σήμ. O τ. ιν και κριθθάριν στο Du Cange (λ. ι) και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go