Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κριθάλευρο το [kriθálevro] Ο40 : αλεύρι από κριθάρι.
[λόγ. < μσν. κριθάλευρον < κριθ(ή) + άλευρον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κριθάλευρον το.
-
- Aλεύρι κριθαρένιο:
- (Iατροσόφ. 8420, 9619).
[<αρχ. ουσ. κριθή + άλευρον. Η λ. και σήμ. (-ο)]
- Aλεύρι κριθαρένιο:



