Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρητικός, επίθ.
-
- Που προέρχεται ή κατάγεται από την Kρήτη:
- τυρίν το κρητικόν (Προδρ. IV 109).
- Ως εθν. = ο κάτοικος της Κρήτης ή αυτός που κατάγεται από εκεί:
- ο γενεράλες κράζει Ρωμαίους τότες Kρητικούς … (Τζάνε, Κρ. πόλ. 53525· Ερωτόκρ. Β´ 785).
[αρχ. επίθ. κρητικός. H λ. και σήμ.]
- Που προέρχεται ή κατάγεται από την Kρήτη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρητικός -ή / -ιά -ό [kritikós] Ε1, Ε2 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kρήτη ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτήν ή από αυτούς: Kρητικά προϊόντα. Kρητικά έθιμα. Kρητική διάλεκτος. || (ως ουσ.) ο Kρητικός, θηλ. Kρητικιά, αυτός που κατάγεται από την Kρήτη: Οι Kρητικοί φημίζονται για τη λεβεντιά τους.
[αρχ. Kρητικός]