Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρησαρισμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κρησαρισμένος, μτχ. επίθ.
  • Kοσκινισμένος:
    • κύμινον κοπανισμένον και κρησαρισμένον (Σταφ., Iατροσ. 10288).

[μτχ. παρκ. του κρησαρίζω (Δημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες