Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρησαρισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Kοσκινισμένος:
- κύμινον κοπανισμένον και κρησαρισμένον (Σταφ., Iατροσ. 10288).
[μτχ. παρκ. του κρησαρίζω (Δημ.)]
- Kοσκινισμένος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μτχ. παρκ. του κρησαρίζω (Δημ.)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |