Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρες το,
- βλ. κρέας.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεσέντο το [kreséndo] Ο (άκλ.) : (μουσ.) όρος με τον οποίο δηλώνεται η βαθμιαία αύξηση της έντασης των ήχων κατά την εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού, καθώς και το αντίστοιχο σημάδι. || (μτφ.): Σ΄ ένα ~ παροξυσμού.
[ιταλ. crescendo]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρεσέρω.
-
- Α´ (Aμτβ.) αυξάνομαι, δυναμώνω, παίρνω μεγαλύτερες διαστάσεις:
- όσον επέρνα ο καιρός τόσον εκρεσέρασι (ενν. οι σεισμοί) (Διήγ. πανωφ. 60)·
- χειρότερα εκρεσέριζε (ενν. το κακό) (Διήγ. ωραιότ. 384).
- Β´ (Mτβ.) αυξάνω:
- τσι πλερωμές … να μου κρεσέρει πάλι (Kατζ. Δ´ 124).
[<ιταλ. crescere]
- Α´ (Aμτβ.) αυξάνομαι, δυναμώνω, παίρνω μεγαλύτερες διαστάσεις:



