Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κρεοπώλης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρεοπώλης ο [kreopólis] Ο10 θηλ. κρεοπώλισσα [kreopólisa] Ο27 : αυτός που έχει ως επάγγελμα την πώληση κρέατος.

[λόγ. < ελνστ. κρεοπώλης· λόγ. κρεοπώλ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go