Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρεμαστάρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρεμαστάρι το [kremastári] Ο44 : 1. κρεμάστρα1. 2. εξάρτημα από το οποίο κρεμιέται ένα αντικείμενο. || η θηλιά από την οποία κρεμιούνται τα ρούχα στην κρεμάστρα. 3. (παρωχ.) στα παλιά αγροτικά σπίτια, καρποί που τους κρεμούσαν από το ταβάνι, στην ΠAΡ Όσα δε φτάνει η αλεπού* τα κάνει κρεμαστάρια.

[μσν. κρεμαστάριον (μαρτυρείται στη σημ.: `καντηλέρι΄) < κρεμαστ(ός) -άριον > -άρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες