Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κρεμέζι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρεμέζι το [kremézi] Ο44 : κόκκινη χρωστική ουσία που παράγεται από ένα είδος εντόμου.

[ιταλ. chermes < αραβ. qirmizī κατά το κρεμεζί]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go