Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κρεμάστρα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρεμάστρα η [kremástra] Ο25 : 1. ξύλινο συνήθ. αλλά και μεταλλικό ή πλαστικό αντικείμενο από το οποίο κρεμούν τα ενδύματα για να τα φυλάξουν μέσα στην ντουλάπα ατσαλάκωτα. 2. ξύλινη συνήθ. αλλά και μεταλλική ή πλαστική κατασκευή με ειδικές προεξοχές, συνήθ. αγκιστρωτές, τοποθετημένη σε ένα ορισμένο ύψος στον τοίχο, που χρησιμεύει για το κρέμασμα των εξωτερικών ενδυμάτων.

[ελνστ. κρεμάστρα `που χρησιμεύει για κρέμασμα΄ (αρχ. κρεμάθρα)]

[Λεξικό Κριαρά]
κρεμάστρα η· κρεμάστα.
  • 1) Kρεμάλα, ικρίωμα:
    • χωρίς … αποδιάβασμαν να τον πάρουν εις την κρεμάστραν να τον κρεμάσουν (Ασσίζ. 22911).
  • 2) Προεξοχή στον εξωτερικό τοίχο σπιτιού:
    • (αυτ. 36129).

[μτγν. ουσ. κρεμάστρα. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go