Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρεμάστα η,
- βλ. κρεμάστρα.
[Λεξικό Κριαρά]
- κρεμαστάλυσις η.
-
- Aλυσίδα με την οποία κρέμονται μαγειρικά σκεύη πάνω από τη φωτιά·
- (εδώ σε «αδύνατον»):
- ξύλινην κρεμαστάλυσιν (Σπανός D 1696).
- (εδώ σε «αδύνατον»):
[<επίθ. κρεμαστός + ουσ. άλυσις]
- Aλυσίδα με την οποία κρέμονται μαγειρικά σκεύη πάνω από τη φωτιά·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεμαστάρι το [kremastári] Ο44 : 1. κρεμάστρα1. 2. εξάρτημα από το οποίο κρεμιέται ένα αντικείμενο. || η θηλιά από την οποία κρεμιούνται τα ρούχα στην κρεμάστρα. 3. (παρωχ.) στα παλιά αγροτικά σπίτια, καρποί που τους κρεμούσαν από το ταβάνι, στην ΠAΡ Όσα δε φτάνει η αλεπού* τα κάνει κρεμαστάρια.
[μσν. κρεμαστάριον (μαρτυρείται στη σημ.: `καντηλέρι΄) < κρεμαστ(ός) -άριον > -άρι]



