Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρεβατώνω [krevatóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) για αρρώστια παροδική, που ρίχνει κπ. στο κρεβάτι, που τον αναγκάζει να παραμείνει κλινήρης: Mε κρεβάτωσε η γρίπη μια βδομάδα. Είναι κρεβατωμένος.
[κρεβάτ(ι) -ώνω]



