Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρεβάτιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κρεβάτιον το· κραβάτι· κραβάτιν· κρεβάτι· κρεβάτιν.
  • 1)
    • α) Kρεβάτι:
      • να τον δώσουσιν κραβάτιν διά να μείνει (Απολλών. 240
      • (προκ. για ανάκλιντρο):
        • εις το κρεβάτιν το λαμπρόν εκάθισεν επάνω, έφαγεν … (Καλλίμ. 390
    • β) (προκ. για ερωτικές σχέσεις):
      • πρόσεχε μην ανεβείς εις αλλουνού κρεβάτι (Ιστ. Βλαχ. 1964).
  • 2) Nεκρικό φορείο, νεκροκρέβατο:
    • όρισε να κάμουσι (ενν. για το κορμί του Aρκίτα) … ένα κρεβάτι ξύλινο (Θησ. IA´ [146]).
  • 3) Yπνοδωμάτιο:
    • επήρεν τους (ενν. ο βασιλέας) και ήμπασιν μέσα εις το κρεβάτι (Aχιλλ. L 183).

[<μτγν. ουσ. κραβάτιον. O τ. ι στο Βλάχ. (ββ‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες