Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρατικοποιώ [kratikopió] -ούμαι Ρ10.9 : θέτω μια επιχείρηση υπό κρατικό έλεγχο, μετατρέπω μια ιδιωτική επιχείρηση σε κρατική: Ο τομέας της υγείας είναι κρατικοποιημένος.
[λόγ. κρατικ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. étatiser]



