Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρατικοδίαιτος -η -ο [kratikoδíetos] Ε5 : του οποίου τα έξοδα καταβάλλει το κράτος, ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπων ή δραστηριοτήτων: ~ συνδικαλισμός.
[λόγ. κρατικ(ός) -ο- + δίαιτ(α) -ος]



