Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρατημός ο [kratimós] Ο17 : (οικ.) αυτοσυγκράτηση, υπομονή, στην έκφραση δεν έχει κρατημό: Όταν αρχίσει να πίνει δεν έχει κρατημό.
[κρατη- (κρατώ) -μός]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρατημός ο.
-
- 1) Συγκρατημός, σταματημός:
- έκλαιεν πολλά πικρά και κρατημόν δεν είχεν (Διγ. A 2679).
- 2) Παράλυση:
- δώσ’ του στα χέρια κρατημόν (Διακρούσ. 11421).
[<κρατώ + κατάλ. ‑μός. H λ. και σήμ.]
- 1) Συγκρατημός, σταματημός:
[Λεξικό Κριαρά]
- κρατημοσύνη η.
-
- Eγκράτεια:
- εις την όρεξιν της σαρκός πλέον έχει κρατημοσύνη η γυναίκα παρά τον άνδρα (Άνθ. χαρ. 2977).
[<ουσ. κρατημός + κατάλ. ‑σύνη]
- Eγκράτεια:



