Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κραταιώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κραταιώνω [krateóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) κάνω κτ. πανίσχυρο: Kραταιώθηκε η αυτοκρατορία.

[λόγ. < ελνστ. κραται(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go