Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κραταιός -ά -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κραταιός -ά / -ή -ό [krateós] Ε1, Ε2 : (λόγ.) πανίσχυρος: Ένα κραταιό έθνος. Kραταιά αυτοκρατορία.

[λόγ. < αρχ. κραταιός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go