Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρασωμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κρασωμένος, μτχ. επίθ.
  • Mεθυσμένος:
    • (Σοφιαν., Παιδαγ. 96).

[μτχ. παρκ. του κρασώνω (Somav.· Δημ., ομαι). H λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες