Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρασοστάφυλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρασοστάφυλο το [krasostáfilo] Ο41 : σταφύλι κατάλληλο για την παραγωγή κρασιού.

[κρασο- + σταφύλ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες