Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρασοπουλειό το [krasopuló] Ο38 : (παρωχ., λαϊκότρ.) ταβέρνα.
[μσν. κρασοπωλείον < κρασο- + -πωλείον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και κατά την εξέλ. πωλώ > πουλώ]



