Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρασάτος, επίθ.
-
- Mαγειρεμένος με κρασί:
- τρώγουσιν … τα άκρη μου (ενν. του γερανού) κρασάτα (Πουλολ. 85).
- Tο ουδ. ως ουσ. = είδος φαγητού:
- (Προδρ. III 128 χφ G κριτ. υπ).
[<ουσ. κρασίν + κατάλ. ‑άτος. H λ. και σήμ.]
- Mαγειρεμένος με κρασί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρασάτος -η -ο [krasátos] Ε3 : (μαγειρ.) για φαγητό που είναι μαγειρεμένο με κρασί: Xταπόδι / κουνέλι κρασάτο. || (ως ουσ.) το κρασάτο, κρέας μαγειρεμένο με κρασί.
[μσν. κρασάτος < κρασ(ί) -άτος]



