Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κρασάκι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κρασάκι το.
  • Kρασί (θωπευτ.):
    • (Πτωχολ. A 127).

[<ουσ. κρασίν + κατάλ. άκι. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go