Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρανιακός, επίθ.
-
- Που βρίσκεται στο κρανίο:
- κρανιακήν φλέβα (Σταφ., Iατροσ. 7183‑4).
[<ουσ. κρανίον + κατάλ. ‑ιακός. H λ. και σήμ.]
- Που βρίσκεται στο κρανίο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρανιακός -ή -ό [kraniakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κρανίο: Kρανιακό οστό. Ο τραυματίας έχει κρανιακές κακώσεις. || (ανθρωπολ.) ~ δείκτης, η σχέση του μέγιστου πλάτους προς το μέγιστο μήκος του κρανίου.
[λόγ. < μσν. κρανιακός < κρανί(ον) -ακός]



