Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κραιπάλη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κραιπάλη η [krepáli] Ο30 : τρόπος ζωής που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηθικών αρχών και φραγμών, όσον αφορά τις σεξουαλικές και άλλες ηδονές: Zει μέσα στην ~. Σε ~ μέθης.

[λόγ. < αρχ. κραιπάλη `ζαλάδα από μεθύσι, μεθύσι΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go