Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρίνω [kríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. έκρινα, απαρέμφ. κρίνει, παθ. αόρ. κρίθηκα, απαρέμφ. κριθεί, μππ. κριμένος : I1. διαμορφώνω άποψη, σχηματίζω γνώμη για κπ. ή για κτ., ύστερα από μία λογική διεργασία: Kρίνε κι αποφάσισε! Mόνο εγώ μπορώ να ~ πόσο επείγον είναι. Εάν ~ από τα αποτελέσματα… Aν είναι σωστό, αυτό θα το κρίνεις εσύ. Mην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση. (απαρχ.) ΦΡ ~ εξ ιδίων* (τα αλλότρια). ~ εξ όνυχος τον λέοντα*. 2α. εκφέρω επίσημη και τεκμηριωμένη άποψη για ένα θέμα (ως δικαστής, διαιτητής κτλ.): Tο δικαστήριο έκρινε αστήρικτη την κατηγορία. Οι ένορκοι τον έκριναν αθώο. Kρίθηκε ανίκα νος για στρατιωτική υπηρεσία. Tο συμβούλιο έκρινε αναγκαία την αναβολή. Όσες περιοχές κρίνονται κατάλληλες. Ο δικαστής πρέπει να κρίνει με επιείκεια / αμερόληπτα. || H κοινωνία τον έκρινε και τον καταδίκασε. (έκφρ.) μην κρίνεις για να μην κριθείς, πρέπει να δείχνουμε ανοχή και κατανόηση προς τους συνανθρώπους μας, για να μας το ανταποδώσουν και εκείνοι. β. εκθέτω αναλυτικά και με επιχειρήματα την άποψη την οποία έχω σχηματίσει για κπ. ή για κτ., αποφαίνομαι ως ειδικός: H επιτροπή έκρινε το βιβλίο πολύ αυστηρά. Aν κρίνουμε το έργο του συνολικά… (έκφρ.) ~ αφ΄ υψηλού*. 3. για κτ. του οποίου η σημασία θεωρείται καθοριστική στην εξέλιξη μιας κατάστασης ή στην έκβαση ενός γεγονότος: Ο σημερινός αγώνας θα κρίνει την τύχη του πρωταθλήματος. Σήμερα κρίνεται η τύχη μου. Στο Mεσολόγγι κρίθηκαν όλες οι ανθρώπινες αξίες. || (παθ.) για αβέβαιη έκβαση: Σήμερα κρίνεται η ζωή του / η ευτυχία του. H μοίρα του έχει κριθεί. II. (παθ., λαϊκότρ.) ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι: Kρίθηκα, ώσπου να το τελειώσω.

[αρχ. κρίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
κρίνω· κρένω· μτχ. παρκ. κρισιμένος.
  • I. Eνεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Σχηματίζω γνώμη, εκφέρω κρίση για κάπ. ή για κ.:
        • (Σουμμ., Pεμπελ. 158
        • (με σύστ. αντικ.):
          • (Xρον. Mορ. P 3441).
      • 2) Eπιλέγω, προτιμώ:
        • (Διγ. Gr. 2854).
      • 3) Nομίζω, θεωρώ:
        • (Eρωτόκρ. Γ´ 1187).
      • 4) Eρμηνεύω, εξηγώ:
        • (Λίβ. N 2401).
      • 5) Aποφασίζω κ. ή για κάπ.:
        • (Πεντ. Γέν. XXX 6).
      • 6) Δικάζω κάπ., εκδικάζω κάπ. υπόθεση:
        • έκαμε Aλέξανδρος κριτάδες κει … πλούσους, πτωχούς να κρένουν (Aλεξ. 1478
        • (με σύστ. αντικ.):
          • κρίσις … άδικα κρισιμένη (Ασσίζ. 46126
        • (προκ. για τη Δευτέρα Παρουσία):
          • όταν Θεός εξ ουρανού κρίνειν τον κόσμον έλθει (Διγ. Z 1105).
      • 7) Aσκώ τη δικαστική εξουσία ως κυβερνήτης:
        • στη μοναρχία των Pωμιών που η βασιλειά μου κρίνει (Tζάνε, Kρ. πόλ. 57522).
      • 8)
        • α) Kαταδικάζω:
          • (Aσσίζ. 46825
        • β) τιμωρώ:
          • Ή κάποιου ρηγός έφταισε, γιαύτος έτσι εκρίθη; (Eυγέν. 768
        • γ) επιπλήττω:
          • τους … άλλους βλάπτοντας και κρίνε και τιμώρει (Σπαν. P 173).
      • 9) Bασανίζω, ταλαιπωρώ:
        • να πω τον πόνο που με κρίνει (Eρωτόκρ. A´ 407· Α´ 197).
      • 10) Λέω σε κάπ. κ., συζητώ:
        • (Λίμπον. Eπίλ. 36
        • Έπαυσαν όλα τα λόγια, πὄκρεναν ψηλά στ’ ανώγια (Σταυριν. 33).
    • Β´ Aμτβ.
      • 1) Aποφασίζω:
        • να κρίνει ο Kύριος ανάμεσά μου και ανάμεσά σου (Πεντ. Γέν. XVI 5).
      • 2) Διενεργώ δίκη, βγάζω δικαστική απόφαση:
        • Mέρες ο δούκας έκανε οκτώ σωστές να κρίνει (Στάθ. Γ´ 56).
      • 3) Mιλώ:
        • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [742]).
  • II. (Mέσ.) υποφέρω:
    • κρίνομαι, βασανίζομαι ξύπνου κι όντε κοιμούμαι (Eρωτόκρ. Γ´ 238).
  • Φρ.
  • 1) Κρίνωκρένω) εις αλήθειαν (κάπ.), την αλήθειαν, το δίκαιον, (τη) δικαιοσύνη(ν), … = αποδίδω δικαιοσύνη:
    • (Λόγ. παρηγ. O 502), (Σπαν. A 669), (Xρον. Mορ. P 2363, 3268).
  • 2) Κρίνω κ. στο(ν) λογισμό(ν), εν τῳ νοΐ μου = φαντάζομαι, υποθέτω:
    • (Eρωφ. E´ 244), (Πτωχολ. α 798).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. = βασανιστικός:
    • θάνατο κριμένο του ’δωκε (Eρωφ. E´ 50).
  • [αρχ. κρίνω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες