Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρίνον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κρίνον το· γεν. πληθ. κρινών.
  • Tο λουλούδι κρίνος:
    • (Kαλλίμ. 339).

[αρχ. ουσ. κρίνον. H λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες