Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρέμασμα το [krémazma] Ο49 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κρεμώ: Tο ~ των ρούχων. 2α. ο απαγχονισμός κυρίως στην έκφραση θέλει / είναι για ~, για κπ. που έκανε κτ. αξιόμεμπτο. β. (μτφ., οικ.) χαρακτηρισμός της παντρειάς, συνήθ. ως αστεϊσμός· κρεμάλα1β.
[ελνστ. ή μσν. κρέμασμα < κρεμασ- (κρεμώ) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρέμασμαν το.
-
- Προκ. για εξάρτηση συναισθηματική ή ψυχική από αγαπημένο πρόσωπο:
- κρέμασμαν αγάπης (Λίβ. Sc. 764)·
- (ως προσφών. ερωμένου):
- (Kαλλίμ. 2384).
[<αόρ. του κρεμάζω + κατάλ. ‑μα(ν). T. ‑α σε σχόλ., στο Βλάχ. και σήμ. H λ. και σήμ. ποντ.]
- Προκ. για εξάρτηση συναισθηματική ή ψυχική από αγαπημένο πρόσωπο:



