Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρέμαση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρέμαση η [krémasi] Ο32 : (οικοδ.) είδος προεξοχής, το τμήμα οικοδομικού στοιχείου το οποίο εξέχει προς τα κάτω.

[αρχ. κρέμα(σις) `ενέργεια του κρεμάσματος΄ -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες